βούλευ'

βούλευ'
βούλευε , βουλεύω
take counsel
pres imperat act 2nd sg
βούλευε , βουλεύω
take counsel
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βούλευ — βούλομαι will pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) βούλομαι will imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανευτήριον — μαγγανευτήριον, τὸ (Α) τόπος όπου τελούνταν μαγγανείες («ἱερὰ ἀνοίγων ἀποκλείει μαγγανευτήρια», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγγανεύω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριο, δεσμω τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • μελετητήριο — το (Α μελετητήριον) αίθουσα στην οποία γίνεται μελέτη, τόπος μελέτης ή άσκησης, σπουδαστήριο, αναγνωστήριο («κατέβαινεν εἰς τὸ μελετητήριον καὶ διεξῄει τὰς τε πράξεις ἐφεξῆς καὶ τοὺς ὑπέρ αὐτῶν ἀπολογισμούς», Πλούτ.) αρχ. όργανο μελέτης ή άσκησης …   Dictionary of Greek

  • νοσηλευτήριο — το ίδρυμα για τη θεραπεία ασθενών, θεραπευτήριο, νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσηλεύω + επίθημα τήριο (πρβλ. βουλευ τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • νυμφευτήρ — νυμφευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) ο γαμπρός, ο σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφεύω + επίθημα τηρ (πρβλ. βουλευ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • παιδευτήριο — το (Α παιδευτήριον) εκπαιδευτήριο, σχολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδεύω + επίθημα τήριο(ν) (πρβλ. βουλευ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • περιχυτήριον — τὸ, ΜΑ αγγείο για περίχυση νερού στα λουτρά, καταβρεχτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχέω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • πεσσευτήριον — τὸ, ΜΑ 1. το ξύλινο αβάκιο επάνω στο οποίο τοποθετούσαν τους πεσσούς 2. αιγυπτιακός αστρονομικός πίνακας χωρισμένος σε τετράγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεσσεύω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • πομπευτήριος — ία, ον, Α αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα τήριος (πρβλ. βουλευ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρσευτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που θερμαίνει τα λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσεύω + επίθημα τήρ (πρβλ. βουλευ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”